ὀρνιθοθηρευτής

ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνῑθο-θηρευτής, οῦ, ,
A = ὀρνιθευτής, Sch.Ar.Av.526.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοθηρευτής — ὀρνιθοθηρευτής, ὁ (Α) κυνηγός πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + θηρευτής] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοθηρευτής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθοθηρευτικός — ή, ό (Α ὀρνιθοθηρευτικός, ή, όν) [ορνιθοθηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ορνιθοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”